καταμαλθακιζομαι

καταμαλθακιζομαι
    καταμαλθακίζομαι
    κατα-μαλθακίζομαι
    Plat. = καταμαλακίζομαι См. καταμαλακιζομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταμαλθακιζομαι" в других словарях:

  • καταμαλθακίζομαι — (Α) αποχαυνώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαλθακίζομαι «γίνομαι μαλθακός»] …   Dictionary of Greek

  • καταμαλθακισθείς — καταμαλθακίζομαι to be enervated aor part mp masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαλθακεύω — (Μ) καταμαλθακίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαλθακεύω (< μαλθακός), τ. που παντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»